μετασυγκρίνω

μετασυγκρίνω
μετασυγκρίνω (Α)
(ως τεχνικός ιατρικός όρος τής μεθοδικής σχολής)
μεταβάλλω το ανθρώπινο σώμα ή την εσωτερική σύστασή του αφαιρώντας τους νοσογόνους χυμούς διά μέσου τών πόρων τού δέρματος με τη χρήση φυσικών ή φαρμακευτικών μέσων που προκαλούν εφίδρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταποροποιώ — μεταποροποιῶ, έω (Α) μετασυγκρίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ποροποιῶ «ανοίγω πόρους»] …   Dictionary of Greek

  • μετασυγκριτικός — μετασυγκριτικός, ή, όν (Α) [μετασυγκρίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετασύγκριση ή αυτός που προκαλεί μετασύγκριση. επίρρ... μετασυγκριτικῶς (Α) με μετασύγκριση …   Dictionary of Greek

  • μετασύγκριση — η (Α μετασύγκρισις) [μετασυγκρίνω] νεοελλ. θεραπευτική μέθοδος η οποία συνίσταται στη βαθμιαία τόνωση τού ασθενούς ύστερα από χρόνιο νόσημα και στη μεταβολή τής δίαιτάς του καθώς και στη χορήγηση διαφόρων φαρμάκων τα οποία προκαλούν εφίδρωση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”