- μετασυγκρίνω
- μετασυγκρίνω (Α)(ως τεχνικός ιατρικός όρος τής μεθοδικής σχολής)μεταβάλλω το ανθρώπινο σώμα ή την εσωτερική σύστασή του αφαιρώντας τους νοσογόνους χυμούς διά μέσου τών πόρων τού δέρματος με τη χρήση φυσικών ή φαρμακευτικών μέσων που προκαλούν εφίδρωση.
Dictionary of Greek. 2013.